πεντέμορφος

πεντέμορφος
-ον, Α
βλ. πεντάμορφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”